- άμετρος
- -η, -ο (Α ἄμετρος, -ον)1. αυτός που δεν είναι δυνατό να μετρηθεί, ο αμέτρητος2. πολυπληθής, αναρίθμητος, άπειρος3. ο δίχως ποιητικό μέτρο, ο μη έμμετροςαρχ.1. ασύμμετρος, δυσανάλογος, ανάρμοστος2. (με ηθική σημασία) αυτός που φθάνει στην υπερβολή, άκρατος, αχαλίνωτος3. ακατάπαυστος, συνεχής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μέτρον.ΠΑΡ. ἀμετρίααρχ.ἀμετρί.ΣΥΝΘ. ἀμετροεπής αρχ. ἀμετρόδικοςμσν.ἀμετράριθμοςμσν.- νεοελλ.ἀμετροπότηςνεοελλ.αμετροβαθής, αμετρόβιος, αμετρόκακος, αμετρολόγος, αμετροφάγος, αμετρόφωνος, αμέτρωψ].
Dictionary of Greek. 2013.